Λυκαονίας

Λυκαονίας
Λυκαονίᾱς , Λυκαονία
in Lycaonian
fem acc pl
Λυκαονίᾱς , Λυκαονία
in Lycaonian
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θέκλα — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γεννήθηκε στο Ικόνιο της Λυκαονίας το 32 μ.Χ. Όταν ήταν 18 χρόνων ενστερνίστηκε τα κηρύγματα του Αποστόλου Παύλου και βαφτίστηκε χριστιανή. Εγκατέλειψε την οικογένειά της και κήρυξε το Ευαγγέλιο… …   Dictionary of Greek

  • Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… …   Dictionary of Greek

  • PUBLIUS Proconsul — memoratur Constantino, l. 1. de Themat. et Inscr. cuiusdam monumenti Smyrnae, quae sic habuit, Πούβλιος ἀνθύπατος ἄρχων Ι᾿ωνίας, Φρυγίας, Αἰολίδος, Μηονίας, Λυδίας, Ε῾λλησπόντου, Μυσίας, Βιθυνίας, Ταρσίας, Γαλατίας, Μαριανδυιῶν, Πόντου,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Λυκάονες — οι (Α Λυκάονες) οι κάτοικοι τής Λυκαονίας, αρχαίας επαρχίας τής Μικράς Ασίας …   Dictionary of Greek

  • Μιθριδάτης — Όνομα διαφόρων βασιλιάδων του Πόντου και της Περγάμου. Η σειρά των βασιλιάδων αυτών αρχίζει με τον M. A’, που στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. ίδρυσε το βασίλειο του Πόντου. Οι σημαντικότεροι βασιλείς με το όνομα Μ. είναι οι ακόλουθοι: 1. Σατράπης του …   Dictionary of Greek

  • θεόληπτος — I Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Θ. A’ (; 1522). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1513 22). Χειροτονήθηκε μητροπολίτης Ιωαννίνων από τον προκάτοχό του, Παχώμιο Α’, και, όταν αυτός πέθανε, εξασφάλισε από τον σουλτάνο Σελίμ Α’ (1512 20) τον… …   Dictionary of Greek

  • καλλίνικος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με ξίφος μαζί με τη Βασίλισσα, η οποία στους Συναξαριστές και στα Μηναία αναφέρεται ως Καλλινίκη. Η μνήμη του τιμάται στις 22 Μαρτίου. 2. Καταγόταν από την Κιλικία. Μαρτύρησε στη Γάγγρα,… …   Dictionary of Greek

  • λυκαονιστί — (Α) [Λυκάονες] επίρρ. κατά τη διάλεκτο τών κατοίκων τής Λυκαονίας …   Dictionary of Greek

  • συνορώ — (I) άω, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνορῶ Α [ὁρῶ] μσν. (με απρμφ.) αποφασίζω, κρίνω αρχ. 1. βλέπω συγχρόνως («δύνασθαι δεῑ συνορᾱσθαι τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ τέλος», Αριστοτ.) 2. βλέπω και, γενικά, αντιλαμβάνομαι κάτι συνολικά («τὸν βίον συνεωρακέναι καὶ… …   Dictionary of Greek

  • φρυγία — Ιστορική περιοχή της Τουρκίας στο μικρασιασιατικό υψίπεδο, του οποίου αποτελεί το δυτικό τμήμα. Στην αρχαιότητα η ονομασία Φρυγία υποδήλωνε μια ζώνη πιο εκτεταμένη από τη σημερινή, η οποία εκτεινόταν από τον ποταμό Άλυ (το σημερινό Κιζίλιρμακ)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”